Αποτελεί έναν γευστικό μεζέ και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής οι γαρίδες είναι το πιο δημοφιλές θαλασσινό με κατανάλωση ανά άτομο στα δύο κιλά τον χρόνο.
Η αλήθεια όμως δεν είνια μόνο αυτή, αφού στην πραγματικότητα, ίσως δεν θα έπρεπε να αποτελούν διατροφική επιλογή για εμάς, αφού - ένας από τους λόγους είναι πως - η διαδικασία προμήθειας φθηνών, κατεψυγμένων γαρίδων ιδίως σε τοπικά καταστήματα συνοδεύεται από καταστροφικές οικολογικές προεκτάσεις.
Σύμφωνα με το econews, είτε πρόκειται για άγρια γαρίδα είτε για υδατοκαλλιέργειας, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος αλίευσης ή παραγωγής αντίστοιχα του θαλασσινού είναι τεράστιος. Οι γαρίδες υδατοκαλλιέργειας διατηρούνται σε ειδικές δεξαμενές κοντά σε ακτές, όπου τα θαλάσσια κύματα μπορούν να μεταφέρουν απόβλητα του ιχθυοτροφείου στα ανοιχτά. Οι πισίνες αυτές περιέχουν μεγάλες δόσεις από ουσίες όπως ουρία, θειούχες ενώσεις και πετρέλαιο. Στη συνέχεια οι γαρίδες υποβάλλονται σε «θεραπείες» με αντιβιοτικά (όπως και ο σολομός ιχθυοτροφείου), παρασιτοκτόνα, «ιχθυοκτόνα» (ουσίες που εξολοθρεύουν τα ψάρια όπως η χλωρίνη), τριπολυφωσφορικό νάτριο, βόρακα και καυστική σόδα.
Οι υδατοκαλλιεργητές γαρίδας υπολογίζεται ότι έχουν καταστρέψει χωρίς δυνατότητα αποκατάστασης το 38% των μαγκρόβιων δασών παγκοσμίως για τη δημιουργία ειδικών δεξαμενών. Τα μαγκρόβια δεν είναι ένα είδος δένδρου, αλλά περιλαμβάνουν περίπου 12 οικογένειες και 50 είδη τροπικών δένδρων και θάμνων που μπορούν να επιβιώνουν σε αλμυρό νερό. Τα είδη αυτά δεν συνδέονται αναγκαστικά, αλλά έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι έχουν προσαρμοσθεί σε βιότοπους με αλμυρό, υγρό έδαφος που βυθίζεται περιοδικά στο νερό, λόγω της παλίρροιας.
Στην Ταϋλάνδη μόνο, η καλλιέργεια γαρίδας προκάλεσε την απώλεια πάνω από 65.000 εκτάριων μαγκρόβιων δασών, ενώ παγκόσμια εκτιμάται ότι ακόμη και το 50% της καταστροφής των μαγκρόβιων τα πρόσφατα χρόνια οφείλεται σε αποδάσωση για καλλιέργεια γαρίδας. Πολλές από τις απέραντες αυτές φάρμες έχουν φτιαχτεί με χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα. Το 99% της καλλιεργημένης γαρίδας παράγεται σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ σχεδόν όλη εξάγεται σε ανεπτυγμένες χώρες. Και αυτό διότι απαιτούντα 13 τετρ. χιλιόμετρα μαγκρόβιου δάσους για να παραχθούν 900 γραμμάρια γαρίδας. Συνήθως οι εκτάσεις αυτές εξαντλούνται μετά από δέκα χρόνια και μετατρέπονται σε έρημη γη για τέσσερις δεκαετίες.
Τέλος, σύμφωνα με δημοσιεύματα οι περισσότερες γαρίδες που κυκλοφορούν στο εμπόριο στις ΗΠΑ, δεν ελέγχονται καν από τον αρμόδιο οργανισμό τροφίμων και φαρμάκων, ενώ έρευνες στις εισαγόμενες εντόπισαν 162 διαφορετικά είδη βακτηρίων ανθεκτικών σε δέκα αντιβιοτικά.
Συμπερασματικά, έως ότου οι συνθήκες παραγωγής βελτιωθούν άρδην, η αγορά και κατανάλωση γαρίδων ουσιαστικά διαιωνίζει ένα ολέθριο σύστημα για το περιβάλλον, τα οικοσυστήματα και τον ίδιο τον άνθρωπο.
ΠΗΓΗ: acharnea.gr