Η Μονή της Χρυσοσκαλίτισσας στη δυτική ακτή της Κισσάμου οριοθετεί την περιοχή αυτή από το Βορρά. Πρόσφατες βοτανικές έρευνες στην περιοχή κατέδειξαν τον πλούτο της σε σπάνια ενδημικά φυτά της Κρήτης, όπως ένα όμορφο κρινάκι με άσπρα, με πρασινορόδινες απολήξεις άνθη, που εμφανίζονται την άνοιξη, η Bellevalia brevipendicellata, φυτό που έχει βρεθεί μόνο σ’ αυτή την περιοχή.
Γύρω από το Μοναστήρι θα δούμε διάφορους σχηματισμούς από «ρείκια» (Erica manipuliflora), που ανθίζουν το φθινόπωρο και σημαδεύουν με το ρόδινο-πορφυρό χρώμα των λουλουδιών τους τον τόπο, σκίνους (Pistacia lentiscus), χαρουπιές (Ceratonia siliqua),«ασπαλάθους» (Calicotome villosa) κ.λπ.
Εδώ, στους κατακόρυφους βράχους, θα συναντήσουμε τον ονομαστό «δίκταμο» της Κρήτης (Origanum dictamnus), φυτό ενδημικό της Κρήτης με αρωματικές και φαρμακευτικές ιδιότητες, γνωστό και σαν «έρωντας» (γιατί χρειάζεται του «έρωντα» τα πάθη για να τον μαζέψεις), ή «σταματόχορτο» (επειδή σταματά τις αιμορραγίες) ή στομαχόχορτο (γιατί κάνει καλό στο στομάχι) ή μαλλιαρόχορτο (γιατί τα φύλλα του σκεπάζονται από άσπρο χνούδι) κ.λπ.
Ο δίκταμος (με το όνομα αυτό τον αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα) ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες και αποτελούσε στην κλασική αρχαιότητα το πιο φημισμένο βότανο για τη θεραπεία πλήθους ασθενειών. Το φυτό αναφέρεται από τον Ιπποκράτη (460-377 π.Χ.) σαν φαρμακευτικό και «ωκυτόκιον» και το συνιστά στις επίτοκες για διευκόλυνση του τοκετού («Περί γυναικείας φύσιος»).
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αναφέρει τις φαρμακευτικές ιδιότητες του δίκταμου ως «επιβλητικού των τοξευμάτων εν τω σώματι» λέγοντας ότι τα αγριοκάτσικα όταν τραυματίζονταν από βέλη έτρωγαν δίκταμο για την αποβολή τους («Περί των ζώων ιστοριών»). Επίσης ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) αναφέρεται στις φαρμακευτικές ιδιότητες και κάνει βοτανική περιγραφή του φυτού («Περί Φυτών Ιστορίας»). Αναφορές στο φυτό κάνουν επίσης οι Άρατος (305-240 π.Χ.), Αντίγονος ο Καρύστιος (Β-Γ’ αι. π.Χ.). Από τους Λατίνους συγγραφείς αναφορές κάνουν οι Marcus Tilius Cicero (106-43 π.Χ.), Virgilius (70-19 π.Χ.), Aulus Cornelius Celsus (Α’ αι. π.Χ.), Gaius Plunius Secundus (23-79 π.Χ.), Statius (40-96 π.Χ.). Επίσης στις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού αναφέρονται οι: Πλούταρχος (46-127 μ.Χ.), Διοσκουρίδης (Α’ αι. μ.Χ.), Δαμοκράτης ο Σερβίλιος (Α’ αι. μ.Χ.), Γαληνός (129-201 μ.Χ.), Ορειβάσιος (Δ’ αι. μ.Χ.), Ησύχιος (Ε’ αι. μ.Χ.) και άλλοι.
Ο δίκταμος περιέχει τριτερπενικά οξέα (ολεανολικό και ουρσολικό) φλαβονοειδές ουσίες (απιγενίνη, καφεϊκό οξύ, δικταμίνη) και αιθέριο έλαιο με κυριότερο συστατικό την καρβακρόλη (περίπου 70%). Σήμερα ο δίκταμος χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Κρήτη ως αφέψημα κατά των στομαχικών διαταραχών, των εντερικών παθήσεων και των αμοιβάδων, καθώς επίσης κατά των κρυολογημάτων και σαν αιμοστατικό αντισηπτικό. Το εκχύλισμά του συμμετέχει στην παρασκευή του γνωστού οινοπνευματώδους του οίκου Martini που αποτελεί και τον κυριότερο αγοραστή δικτάμου.
Άλλο ενδημικό φυτό που θα συναντήσουμε να κρέμεται στις πλαγιές είναι το Verbascum arcturus και το γνωστό σαν «μαρουλίδα» στην περιοχή Petromarula pinnata, είδος εδώδιμο. (Σημ. σε άλλες περιοχές του Ν. Χανίων με το όνομα «μαρουλίδα» εννοούν το φυτό Taraxacum officinale).
Και βέβαια η περιοχή είναι πλούσια σε «ρίγανη» (Origanum vulgare ssp. hirtum), το πασίγνωστο αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό με την εκτεταμένη χρήση στη μαγειρική. Το όνομα ορίγανον είναι ομηρικό και προέρχεται από το όρος και γάνος (=λαμπρότητα). Το φυτό αναφέρεται ως ορίγανον από τον Θεόφραστο, τον Διοσκουρίδη και τον Πλίνο. Κύριο φαρμακευτικό συστατικό του είναι το αιθέριο έλαιο που είναι πλουσιότατο σε «καρβακρόλη», μία ανώτερη αλκοόλη με έντονη αντιμικροβιακή δράση (αναφέρεται ως έως και 50 φορές δραστικότερη από την πενικιλίνη για ένα σημαντικό φάσμα μικροοργανισμών).
Κύρια χρήση της ρίγανης γίνεται σαν αρτυματικό βότανο. Στη λαϊκή θεραπευτική, χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό αντιδιαρροϊκόέγχυμα, σε γαργαρισμούς για φλεγμονές του λάρυγγος και των ούλων, καθώς και σε περιπτώσεις καταρροών των αναπνευστικών οδών. Το αιθέριο έλαιο έχει και αντιοξειδωτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων σαν συντηρητικό.
Άλλο φυτό που συναντούμε εδώ είναι το γνωστό μας θυμάρι (Coridothymus capitatus) με τις μοναδικές αρωματικές, φαρμακευτικές και μελισσοτροφικές ιδιότητες που αναφέρεται από τον Διοσκουρίδη σαν καρυκευματικό και φαρμακευτικό φυτό ενώ ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός το αναφέρει στις φαρμακευτικές συνταγές του. Η φαρμακευτική αξία του θυμαριού οφείλεται στο αιθέριό του έλαιο που αποτελείται κυρίως από «καρβακρόλη» και «θυμόλη», ουσίες με παρεμφερείς ισχυρές αντιμικροβιακές ιδιότητες, ώστε το αιθέριο αυτό έλαιο (Oleum thymi) να χρησιμοποιείται σαν άρτυμα στη βιομηχανία τροφίμων.
Το θυμάρι χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο της ρίγανης στη μαγειρική, ενώ στη λαϊκή θεραπευτική χρησιμοποιείται το αφέψημα ή το έγχυμα των ανθισμένων βλαστών σαν αντιδιαρροϊκό, αντιβηχικό, σπασμολυτικό, ευστόμαχο, σε αμυγδαλίτιδες κ.λπ. Το φυτό και το αιθέριο έλαιό του αναγράφεται στην Ιταλική, Γαλλική, Γερμανική και Ελβετική Φαρμακοποιία σαν αντισηπτικό, αντισπασμωδικό, ανθελμινθικό και αντιβηχικό. Είναι ίσως το σπουδαιότερο μελισσοτροφικό φυτό και από πλευράς μεγέθους πληθυσμών και διασποράς στην Κρήτη, αλλά και για την ποιότητα του παραγόμενου («θυμαρίσιου») μελιού.
Στα ρυάκια κοντά στο μοναστήρι θα συναντήσουμε «αρμυρίκια» (Tamarix parviflora) και «σφάκες», όπως είναι γνωστές στην Κρήτη οιπικροδάφνες (Nerium oleander), φυτά με πολύ τοξικές ουσίες στα φύλλα, στα κλαδιά, ακόμη και στα όμορφα άνθη τους. Στην κάτω προς τη θάλασσα μεριά του Μοναστηριού θα δούμε ένα χορτάρι να σχηματίζει πυκνές τούφες: είναι το πολυετές αφρικανικό Lygeum spartum, που κυματίζει στα φυσήματα του θαλασσινού αέρα.
Σίγουρα όμως την προσοχή μας θα τραβήξουν και οι συστάδες του «κέντρου» ή «κέδρου» που θα βρούμε εδώ με δύο είδη (Juniperus oxycedrus ssp macrocarpa και Juniperus phoenicea). Το ξύλο όλων των ειδών Juniperus είναι ρόδινο και ασαπές και το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για την κατασκευή υδροδοχείων (παγούρια, μαστέλα) και διάφορα άλλα αντικείμενα. Με απόσταξη των κλαδιών έπαιρναν το αιθέριο έλαιο που είχε χρήση στην κτηνιατρική κατά της ψωριάσεως των αιγοπροβάτων και των ελκών των ίππων. Το αιθέριο έλαιο από την απόσταξη των καρπών των διάφορων ειδών Juniperus χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό του αλκοολούχου ποτού Gin. Στους καρπούς (κεντρόκουκα) αποδίδουν φαρμακευτικές ιδιότητες (τονωτικό του οργανισμού και ενισχυτικό της γονιμότητας).
Μετά την ιστορική Μονή της Χρυσοσκαλίτισας, περνώντας κατά μήκος το κομμάτι αυτό της ανεμοδαρμένης και άνυδρης δυτικής παραλίας της Κρήτης, που τα τελευταία χρόνια ημέρεψαν οι άνθρωποι φυτεύοντας ελιές ποτιστικές, χάρη στα αρδευτικά έργα, στη θέση των καχεκτικών χαρουπιών και των θάμνων, ο χωματόδρομος μας βγάζει στην παραλία του Ελαφονησιού.
Το ιστορικό Ελαφονήσι, χάρμα οφθαλμών με τη χρυσή αμμουδιά , αλλά και τόπος μαρτυρίου, που ξεχωρίζει από την απέναντι παραλία μια στενή λωρίδα ανάβαθης θάλασσας. Στην παραλία αυτή μας εντυπωσιάζουν οι σχηματισμοί των «κέδρων», που και εδώ θα βρούμε δύο είδη (Juniperus oxycedrus ssp macrocarpa και Juniperus phoenicea) να καταλαμβάνουν την άμμο δημιουργώντας ένα μικρό σπάνιο δάσος. Το Ελαφονήσι απέναντι με τις αμμοθίνες του χαρακτηρίζεται από μία ποικιλία μικροπεριβαλλόντων και διαθέτει μοναδικό χλωριδικό πλούτο σε ενδημικά και στενοενδημικά είδη, καθώς και είδη γεωγραφικά απομονωμένα.
Εδώ θα συναντήσουμε τα σπάνια φυτά Androcymbium rechingeri και Ipomoea stolonifera που θα τα βρούμε σε λιγότερους από 100 τόπους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εδώ και στην απέναντι ακτή θα συναντήσουμε πληθυσμούς από το θαυμάσιο «κρινάκι της θάλασσας» (Pancratium maritimum), καθώς και τα απειλούμενα και σπάνια είδη Silene succulenta ssp. succulenta, ενδημικό της Κρήτης και Viola scorpiuroides, που είναι σπάνιο στην Ελλάδα και την Ευρώπη ολόκληρη.