του Σταύρου Θεοδωράκη
Το σίριαλ ξεκινά το 1059 μ.Χ., τότε που οι Adsincani, απόγονοι του Μάγου Σίμωνα, εξολόθρευσαν με φαρμακωμένα κρέατα τα θηρία που τριγυρνούσαν στους κήπους του Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Όμως, παρά τη χαρά που έδωσαν στον Αυτοκράτορα, ο χαρακτηρισμός «Διαβόητοι Κακούργοι» δεν έπαψε να τους συνοδεύει.
Και «γύφτοι» γιατί; Αιγύπτιοι, μήπως; Κι αν ναι, γιατί η γλώσσα τους δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα της χώρας του Νείλου; Ο Α.Γ. Πασπάτης, στη μελέτη του «περί των ατσιγγάνων» (1857), υποστηρίζει ότι στη βενετοκρατούμενη εύφορη Μεθώνη, είχαν το δικό τους βασίλειο, την Gyppe, τη Μικρή Αίγυπτο, τη λεγόμενη και Tzingania. Και από εκεί προέκυψε αργότερα το «γύφτος»! Όπως και στην Κέρκυρα, είχαν το δικό τους ανεξάρτητο φέουδο, το Feudum Acinganoram. Από τότε (από τον 12ο αιώνα κιόλας) τους βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα. Κατσίβελοι, Τουρκόγυφτοι, Χαντούρια, Φυτσήρια, Ρουμανόγυφτοι, Λαουτέροι, Γυφτόβλαχοι, Καλαθόγυφτοι, Χαλκιάδες, Ρόμηδες, Ζάπαροι, Καλπαζάνοι, Σλαβόγυφτοι, Καραγιανναίοι…
Και «παράλληλα» Χατζήδες, Βιτάλη, Μάγκας, Σουκαίοι, Χαλκιάδες, Νταλαραίοι, Αγγελόπουλος, Μπέκος, Ζέρβας (Λευτέρης και Χρήστος), Καλύβας, Λαμπράκη, Μόσχος, Περράκηδες, Χριστοπούλου, Δημητρίου, Χριστοδουλόπουλος, Μαυράκη, Τρομαραίοι, Παϊτέρης, Παυλίδης, Βασιλοπουλαίοι, Σαλέας, Χάρος…
Είναι όμως των Τσιγγάνων η μουσική, ή είναι των γύφτων; Ο Μπρέγκοβιτς και τα χάλκινά του τι είναι; Και στα φανάρια ποιοι είναι; Οι Γύφτοι ή οι Τσιγγάνοι; Να αρχίσουμε λοιπόν από τα απλά. Γύφτοι και Τσιγγάνοι είναι το ίδιο.
Οι Έλληνες λένε «άντε, ρε γύφτο» και οι Ισπανοί «άντε, ρε τσιγγάνε». Στην Αθήνα Τσιγγάνους λέμε αυτούς που ζουν σε σπίτια και Γύφτους αυτούς που ζουν σε καταυλισμούς. Στη Βόρεια Ελλάδα, το ανάποδο. Η επίσημη ευρωπαϊκή τους ονομασία είναι πια Ρομά και η γλώσσα τους η «ρομανί». Είναι γλώσσα προφορική (τo 10%-20% της ρομανί έχει σήμερα ρίζες ελληνικές) που μας οδηγεί στη βορειοδυτική Ινδία. Στην Ευρώπη ήρθαν το 900 μ.Χ. ως «απόγονοι του Χαμ, του γιου του Νώε». «Οι επιζώντες της βυθισμένης Ατλαντίδος». «Οι σφαγείς των νηπίων της Βηθλεέμ». «Οι σιδεράδες που έφτιαξαν τα καρφιά του Ιησού. Καταραμένοι είναι, γι’ αυτό δεν στεριώνουν». Και στην κατάρα πίστεψαν περισσότερο από όλους οι Άγγλοι και αργότερα ο Χίτλερ. Από τον 15ο αιώνα έως τον 17ο, όποιος Τσιγγάνος πιανόταν στην Αγγλία θανατωνόταν. Κρεμάλα για τους άντρες, πνιγμός για τις γυναίκες. Ο Χίτλερ μετά, εξόντωσε 500.000 Τσιγγάνους. Μιλούσαν μια άγνωστη γλώσσα, δεν υπάκουαν στην κεντρική εξουσία, ήταν απείθαρχοι και, το κυριότερο, έρχονταν από το πουθενά. Ο Τσαουσέσκου υποχρέωνε τις Τσιγγάνες των καραβανιών σε στείρωση. Τα ίδια και στον πόλεμο στη Βοσνία. Τους έσφαζαν «όλοι» γιατί δεν ήταν με «κανέναν», ούτε Σέρβοι, ούτε Κροάτες, ούτε Ορθόδοξοι, ούτε Καθολικοί, ούτε Μουσουλμάνοι. Για να σωθούν απ’ τις σφαγές και το κυνηγητό ανά τους αιώνες οι Τσιγγάνοι είχαν βρει διάφορα τεχνάσματα. Τον 14ο αιώνα «κυκλοφορούσαν» με προσωπική συστατική επιστολή του Πάπα Μαρτίνου V που υποχρέωσε τις Αρχές καθολικών πόλεων να δείχνουν σεβασμό στα καραβάνια του «Δούκα Ανδρέα». Το ότι ο Δούκας δεν είχε βρεθεί ποτέ στο Βατικανό είναι μια ιστορία που έγινε γνωστή πολύ αργότερα. Αιώνες από τότε, οι Τσιγγάνοι δεν έχουν απαρνηθεί τα τεχνάσματα. «Ψάχνουν» ακόμα τον νονό που θα κοιτάξει συμπονετικά το παιδί τους. Του δίνουν μάλιστα τη χαρά να δώσει (αυτός ο Γκατζέ!) το δικό του όνομα στο «γυφτάκι». Οι Τσιγγάνοι βέβαια έχουν το δικό τους (τσιγγάνικο) όνομα από τη στιγμή που θα γεννηθούν.
Τη δεκαετία του ‘80, η ΕΟΚ έδωσε πολλά χρήματα στην Ελλάδα για να δημιουργηθούν πρότυποι καταυλισμοί για τους μετακινούμενους Τσιγγάνους. Ήμασταν ακόμα στην εποχή που όταν έφταναν οι Γύφτοι στα χωράφια, οι ντόπιοι έστηναν γλέντια. Καπνά στη Θράκη, βαμβάκι στη Θεσσαλία, πορτοκάλια στην Πελοπόννησο, καρπούζια στην Κρήτη. Οι Δήμοι, όμως, αντί να κάνουν καταυλισμούς έκαναν «δημοψηφίσματα». «Τα λεφτά να πάνε στους Γύφτους ή στο σχολείο»... «Να κάνουμε καταυλισμό ή να κάνουμε μια πλατεία;». Παράλληλα, τους αρνηθήκαμε την μόρφωση. Δεν μας άρεσαν ούτε τα «σχολεία του δρόμου» που θα «ακολουθούσαν» τους καταυλισμούς. Ούτε δεχτήκαμε να έχουν τα παιδιά των περιπλανώμενων Τσιγγάνων μια «μαθητική ταυτότητα» που θα τους επιτρέπει να παρακολουθούν μαθήματα στους τόπους που δουλεύουν οι γονείς τους. Και σε όσα σχολεία τα «υποχρεώσαμε» να μπουν, η γλώσσα τους -η ρομανί- δεν διδασκόταν ούτε μία ώρα. Οι «καρεκλάδες» και οι «σιδεράδες» χάθηκαν και αυτοί τη δεκαετία του ‘80. Νόμιμες άδειες μικροπωλητών δεν τους δόθηκαν ποτέ. Και τη δεκαετία του ‘90, με την πλημμυρίδα του μεταναστευτικού ρεύματος, χάθηκαν και οι δουλειές στα χωράφια.
Τα Ρομά (οι Τσιγγάνοι και οι Γύφτοι), θα διδαχθούν και θα λιμπίζονται πλέον τη ζωή από την τηλεόραση.
Υ.Γ.: Το κείμενο αυτό το έγραψα το 1998, τότε που η Ελλάδα όλη αγωνιούσε για την Ερατώ (την Τσιγγάνα που παράτησε τον Μάρκο στο τσαντίρι για να φύγει με τον Απόστολο Γκλέτσο). Τώρα όλοι αγωνιούμε για τη μικρή Μαρία (που κάποιοι την είχαν για πούλημα ή, ακόμη χειρότερα, κάποιοι την «επέστρεψαν» γιατί είχε πρόβλημα στα μάτια). Οι Έλληνες που για έναν ολόκληρο μήνα ήταν αντιφασίστες και ράπερ, επιστρέφουμε σε πιο γνωστούς ρόλους. «Τι άλλο να περιμένουμε πια από τους Τσιγγάνους» αναρωτιόταν σε τίτλο δύο σελίδων μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα. «Τι ψυχή έχουν επιτέλους οι Τσιγγάνοι», ρωτούσε φιλεύσπλαχνος αστέρας της πρωινής τηλεοπτικής ενημέρωσης.
Αντίστοιχα είναι και οι κραυγές του «ξένου», υποτίθεται ψύχραιμου, Τύπου. «Τσιγγάνοι αρπάζουν». «Τσιγγάνοι πουλάνε». Είναι φανερό ότι η «πολιτισμένη» Ευρώπη έχει ένα αρνητικό απωθημένο με τους Τσιγγάνους. Η μεγαλύτερη μειονότητα της Ευρώπης δεν έχει ακόμη εξημερωθεί. Και μόλις ανακαλύπτουμε ένα έγκλημα - ένα μεγάλο έγκλημα όπως φαίνεται να είναι αυτό στον καταυλισμό των Φαρσάλων- εφορμούμε ως ανώτεροι ιεροδικαστές. Όχι τόσο για να «διαλευκάνουμε» το έγκλημα αλλά για να «στιγματίσουμε» (και να γελοιοποιήσουμε ταυτόχρονα) το «διαφορετικό».
* Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι δημοσιογράφος
protagon.gr